
Ηπολυβραβευμένη ηθοποιός Μαίρη Ραζή μιλάει στο myworldisyou.gr και στη Φαίη Οικονομίδη για την συγκίνηση που της προκαλούν οι μνήμες και τα αρώματα της Κωνσταντινούπολης. Aποκαλύπτει πως με την είσοδο της στην Αγία Σοφία πριν μερικά χρόνια λιποθύμησε από την ένταση και ξέσπασε σε αναφιλητά όταν συνάντησε μια συμμαθήτρια της. Η δημιουργός της Ανωτέρας Δραματικής Σχολής “Πρόβα” είναι κοντά στους νέους ηθοποιούς και τους διδάσκει πως το ήθος και το ταλέντο είναι αλληλένδετα εφόδια για την καταξίωση και την διαχρονικότητα τους στο καλλιτεχνικό τους ταξίδι…Μας διηγείται με το αστείρευτο χιούμορ της ιστορίες που έζησε κοντά στους μύθους του Ελληνικού Κινηματογράφου…
Κυρία Ραζή, γεννηθήκατε στην Κωνσταντινούπολη. Ποιες είναι οι μνήμες και τα αρώματα στο άκουσμα της καταγωγής σας;
Οι μνήμες που έχω είναι λυπητερές με στεναχωρούν πάρα πολύ, γιατί ήταν σαν να ξεριζώθηκα από τις ρίζες μου, εκεί που γεννήθηκα, εκεί που μεγάλωσα. Ήρθα εδώ σε μεγάλη ηλικία, είχα τελειώσει ένα τμήμα του γυμνασίου, και συνέχισα εδώ τις σπουδές μου, αλλά παρόλα αυτά, με πληγώνει πάρα πολύ η Κωνσταντινούπολη.
Υπήρχε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που ούτε ένα βιβλίο, ούτε ένα πράγμα αναμνηστικό, δεν ήθελα να έχω στο σπίτι, ούτε όταν μου ζητούσαν συνέντευξη αναφερόμουν στην καταγωγή μου και την Κωνσταντινούπολη γιατί συγκινούμουν, ακόμα και τώρα συγκινούμαι.
Αυτό νομίζω ότι σας όπλισε, και με την δύναμη που έχετε επιδείξει μέσα σε αυτά τα χρόνια της καταξίωσης στο καλλιτεχνικό στίβο…
Φυσικά, γιατί εμείς ήρθαμε εδώ χωρίς τίποτα, και εγώ και όλη η οικογένεια μου ορθοποδήσαμε, κάναμε επιχειρήσεις, και προκόψαμε που ίσως στην Κωνσταντινούπολη να μην προκόβαμε τόσο, αν και είχαμε την σειρά μας. Εδώ νομίζω από κάθε πλευρά, και από πολιτιστική, και από πολιτική, και από άποψη παιδείας γενικότερα, και από οικονομική πλευρά τα πήγαμε εξαιρετικά, δηλαδή δεν θα δείτε Κωνσταντινουπολίτη να ζητιανεύει, εύκολα, καταλάβατε; Είναι δαιμονισμένοι!
Εγώ βέβαια έχω καταγωγή και από την Κεφαλονιά, ο παππούς μου ήταν Κεφαλονίτης, οπότε υπάρχει και η παλαβομάρα της Κεφαλονιάς και βέβαια τα αρώματα και οι μνήμες που έχω. Να σκεφτείτε πήγα στην Κωνσταντινούπολη το 2000. Δηλαδή έκανα 20 χρόνια να πάω, δεν ήθελα, αλλά ούτε και ξαναπήγα. Τίποτα δεν με συγκινούσε, γιατί δεν συγκινούμαι εύκολα, αλλά όταν πήγα στην Αγία Σοφία, λιποθύμησα από την ένταση που είχα, και ξέσπασα σε αναφιλητά, όταν είδα μία συμμαθήτριά μου.
Ας πούμε το πατρικό μου, εκεί που γεννήθηκα, όταν το είδα, δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, όσο οι άνθρωποι, οι δασκάλες μου, οι φίλες μου και το πατρικό μου μάλιστα, επειδή ήταν πολύ κεντρικά στο Πέραν, έγινε ταβέρνα! Το θυμάμαι με πολλή αγάπη, αλλά όταν το είδα από κοντά, σοκαρίστηκα και έφυγα αμέσως, δεν ήθελα ούτε φωτογραφίες να βγάλω. Ποιος ξέρει, η ψυχολογία, το βίωμα; Ναι, ήταν αλλιώτικα. Απέναντι από το πατρικό βρισκόταν η χωροφυλακή, η ασφάλεια της Κωνσταντινούπολης.
Εκεί, έφερναν πόρνες, κλέφτες με χειροπέδες, ακόμη στη μικρή πολυκατοικία έμεναν Τουρκάλες, Εβραίες και Αρμένισσες. Αυτό το πολυπολιτισμικό status έχει χαράξει την ζωή μου διότι εγώ έμαθα να μιλάω τούρκικα από πριν ακόμα πάω στο σχολείο, από την κυρία που έμενε μέσα στο σπίτι, αλλά έμαθα και λίγα αρμένικα…Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι ήθελα να πάω στο “Σεντ αντουάν”, είναι μία καθολική εκκλησία που κάθε Πέμπτη πηγαίναμε και ήτανε ο Άγιος των παρθένων, όπου βάζαμε εκεί σημειώματα. Ήταν το μόνο μνημείο που ήθελα να δω!
Μεγάλωσα σε ένα πολυπολιτισμικό μέρος. Πήγα σε ελληνικό σχολείο στο δημοτικό, στο γυμνάσιο όμως πήγα στις καλόγριες και όπως καταλαβαίνετε ξαφνιάζομαι όταν ακούω κάποιους να υποστηρίζουν να μην γίνουν τζαμιά, να μην έχει ο κάθε πιστός τον ναό του. Εμείς μεγαλώσαμε να πιστεύουμε πως όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να πιστεύουν όπου θέλουν και να έχει ο καθένας το σπίτι του δικού του Θεού. Θυμάμαι με αγάπη τα μπαχάρια αυτές τις μυρωδιές, τις γεύσεις, τα γλυκά, τα τζαμιά…
Άρα για εσάς η ταινία Πολίτικη Κουζίνα θα ξυπνά πολλές μνήμες νοσταλγίας…
Συγκινήθηκα πάρα πολύ όταν την είδα, παρόλο βέβαια που πολιτικά, η ταινία δείχνει τα γεγονότα εξωραϊσμένα. Εγώ δεν θυμάμαι να ήρθαν δύο κύριοι καθωσπρέπει να πάρουν τον πατέρα μου. Αντιθέτως τον άρπαξαν και τον μπουζούριασαν. Αυτά είναι και λίγο μυθοπλασία, αλλά βεβαίως όλα αυτά τα αρώματα, οι μυρωδιές, τα χρώματα ακόμα και η θάλασσα που έχει άλλο χρώμα με κάνουν να αγαπώ αυτό τον λαό. Όμως αυτά που συμβαίνουν με τις κυβερνήσεις με κάνουν να διαφωνώ κάθετα γιατί πιστεύω ότι αποτελούν συμφέροντα των κρατών και όχι του λαού. Οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα μεταξύ τους.
Πότε αποφασίσατε ότι είσαστε γεννημένη για το Θέατρο, γιατί είστε αναμφισβήτητα μία καταξιωμένη ηθοποιός;
Από πολύ μικρή ηλικία. Στην Κωνσταντινούπολη από παιδάκι, όταν πηγαίναμε για εξοχή στην Πρίγκηπο και η εξαδέλφη μου η Τζένη Μήτση έκανε στο σχολείο της σκετσάκια. Εμείς λοιπόν, με τα σκετσάκια αυτά δημιουργούσαμε παραστάσεις. Φτιάχναμε ρούχα από αμπαζούρ, από φορέματα παλιά. Μετατρέπαμε την αυλή του σπιτιού σε σκηνή και βάζαμε τους θεατές στη γυριστή σκάλα να μας παρακολουθούν έναντι εισιτηρίου. Χορεύαμε, τραγουδούσαμε όλες μαζί και θεωρώ ότι αυτά τα χρόνια της αθωότητας είναι ανεκτίμητα.
Πότε ιδρύθηκε η Ανωτέρα Δραματική Σχολή “Πρόβα”; Γιατί αυτό που τόσο παραστατικά μας διηγηθήκατε θα μπορούσε να είναι ο προπομπός της Σχολής. Τι ήταν αυτό που σας παρακίνησε, ήταν ένα όνειρο ζωής για εσάς;
Ασχολήθηκα με το θέατρο για ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ήθελα να παίζω και αυτό που με καλύπτει εκατό τοις εκατό καλλιτεχνικά είναι να ερμηνεύω ρόλους. Όμως όταν κανείς μεγαλώνει μαθαίνει και άλλες πτυχές του θεάτρου. Έχω σκηνοθετήσει παραστάσεις που βραβεύτηκαν όπως τη “Ρόζα”. Για να είμαι ειλικρινής έχω σπουδάσει γαλλική φιλολογία και ήθελα να διδάξω. Όταν αποφοίτησα διορίστηκα στην Ξάνθη αλλά λόγω του ότι ήμουν πολύ μικρή και επειδή φοιτούσα παράλληλα και στο Θέατρο Τέχνης αποφάσισα να ασχοληθώ αποκλειστικά με το θέατρο.
Όταν προχώρησα σαν ηθοποιός και βίωσα τις δυσκολίες του επαγγέλματος αλλά και τις ελλείψεις που είχα σαν νέα στο χώρο, συνειδητοποίησα πως η υποκριτική είναι σαν μικροχειρουργική. Πρέπει να έχεις όλες τις τεχνικές ώστε να μπορείς να τις ανακαλείς όταν ο σκηνοθέτης σου ζητάει να κλάψεις, να γελάσεις…Αυτά όλα, τα ανακάλυψα με την βοήθεια σπουδαίων σκηνοθετών με τους οποίους δούλεψα και φυσικά τους ευχαριστώ γιατί ήταν σπουδαίο σχολείο για εμένα. Όλα λοιπόν, όσα έμαθα ήθελα να τα μεταφέρω.
Να τα μεταλαμπαδεύσω στα νέα παιδιά. Γιατί όπως γνωρίζετε δεν υπάρχει σχολή δασκάλων δραματικής τέχνης. Υπάρχουν εξαιρετικοί ηθοποιοί που δεν θέλουν όμως να διδάξουν και υπάρχουν και ηθοποιοί που τις γνώσεις που έχουν δεν θέλουν να τις μεταδώσουν είτε από ανασφάλεια είτε γιατί δεν θέλουν να εκτεθούν και να δείξουν τον τρόπο με τον οποίο εκείνοι δοκιμάστηκαν σε διάφορους ρόλους. Και αυτό είναι πολύ κακό γιατί έτσι δεν εξελίσσεται η υποκριτική. Δηλαδή εάν για παράδειγμα ζούσε και άλλα χρόνια ο Νουρέγιεφ, θα πήγαινε λίγο παραπάνω τον χορό. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι που είμαστε χρόνια στο θέατρο έχουμε χρέος να βοηθάμε και τους νεότερους.
Πέρα από την επαγγελματική καταξίωση που έχετε πετύχει, έχετε καταφέρει και κάτι ακόμα που για πολλούς είναι ακατόρθωτο, και την προσωπική επιτυχία. Έχετε δημιουργήσει μία ζηλευτή οικογένεια μαζί με τον εξαιρετικό σκηνοθέτη τον Σωτήρη Τσόγκα. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό στο χώρο σας γιατί έχουμε συνηθίσει να ακούμε περισσότερο για χωρισμούς παρά για κοινή ζωή στο καλλιτεχνικό χώρο;
Είναι σίγουρα δύσκολο και συμβαίνει σε όλους τους χώρους, όχι μόνο στο δικό μας. Με τον Σωτήρη επειδή είμαστε και πολλά χρόνια μαζί κρατήσαμε κάποιες ισορροπίες και έτσι δεν είχαμε συγκρούσεις μεταξύ μας. Ξέρετε όταν βρίσκεις το ταίρι σου δεν χρειάζεται να κάνεις επιδιορθώσεις εκεί πάνω. Είναι κουμπωμένο ή προχωράει ή χαλάει. Φυσικά μέσα στα χρόνια ο γάμος περνάει διακυμάνσεις αλλά όλη η διαδικασία της ζωής είναι έτσι.
Επειδή λοιπόν ο Σωτήρης είναι ένας εξαιρετικός διανοούμενος και εγώ είμαι μια πιο λαϊκή γυναίκα, δεν παρασυρθήκαμε σε ακραίες καταστάσεις μεταξύ μας. Πιστεύω στην ελευθερία του πνεύματος αλλά εν μέρει πιστεύω και στην ελευθερία του σώματος χωρίς αυτό να εμπεριέχει κάτι το χυδαίο που μπορεί να πληγώσει τον άλλον. Θα πρέπει να υπάρξουν αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Κάποιες στιγμές θα βάλεις νερό στο κρασί σου κάποιες άλλες θα πιεις μόνο νερό και όχι κρασί…Εμείς μέσα από τέτοιες διαδικασίες φτάσαμε σε ένα σημείο όπου έχουμε πολύ μεγάλη ανεξαρτησία ο ένας από τον άλλον, δηλαδή ο καθένας έχει τον χώρο του, κινούμαστε από ‘δω ο ένας από κει ο άλλος, δεν καταπιεζόμαστε με την παρουσία του άλλου.
Φέτος το θέατρο “Πρόβα” είχε τρεις εξαιρετικές παραστάσεις, “Το τέρας κι εγώ” , το “Δωμάτιο με τους Μανδαρίνους” και την “Αναζήτηση”. Για την νέα χρονιά, ποια είναι τα σχέδια;
Η “Αναζήτηση”, του Παναγιώτη του Μέντη, που έπαιζε η Κοραλία Τσόγκα κι ο Θωμάς ο Βούλγαρης, σε σκηνοθεσία του Νικου Σακαλίδη, που ήταν άπαιχτο έργο, το παρουσιάσαμε εμείς και επιχορηγηθήκαμε από το ΥΠΠΟ. Κάναμε με αυτό το έργο 52 παραστάσεις κάθε Δευτέρα και Τρίτη, “το Τέρας κι εγώ” το παίζαμε για 5η χρονιά και το “Δωμάτιο με τους Μανδαρίνους” το πήγαμε δεύτερη χρονιά σχεδόν με πληρότητα 100%.
Φυσικά υπάρχουν και οι παιδικές σκηνές, όπου φέτος παρουσιάσαμε το “Μαγικό κουτί”, κάνουμε τα πάρτι, εκτός από τη σχολή που λειτουργεί για τους μελλοντικούς επαγγελματίες, υπάρχει και εργαστήρι θεατρικών σπουδών για παιδιά προσχολικής, σχολικής και εφηβικής ηλικίας, και υπάρχει και ένα άλλο τμήμα που προετοιμάζουμε τα παιδιά για τις εισαγωγικές εξετάσεις στα καλλιτεχνικά σχολεία.
Η φετινή θεατρική σεζόν νομίζω πως θα εκπλήξει ευχάριστα το κοινό…
Φέτος θα ανεβάσουμε ένα έργο της Ελίζε Βίλκ σε σκηνοθεσία του Νίκου Σακαλίδη και μετάφραση από τα Ρουμάνικα του Βαγγέλη του Δουκουτσέλη, που έχει τίτλο “Η μέση διάρκεια ζωής των πλυντηρίων”, όπου δεν έχει ολοκληρωθεί η διανομή των ρόλων, παίζουμε αρχικά ο Σωτήρης και εγώ.
Η Ελίζε Βίλκ είναι από τις ανερχόμενες ευρωπαϊκές συγγραφικές δυνάμεις, είναι 35 χρονών, πάρα πολύ νέα. Το έργο έχει μεταφραστεί από τα Ρουμάνικα, στα Γερμανικά, στα Αγγλικά και σε πολλές άλλες γλώσσες και έχει βραβευτεί επανειλημμένως. Το έργο που θα παρουσιάσουμε, έχει ήδη παιχτεί στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στην Γερμανία και είμαι πολύ ευτυχισμένη γιατί ούτε την Ελίζε Βίλκ ήξερα, ούτε το έργο, όπως και πολλοί θεατές.
Χαίρομαι που θα παρουσιάσω στην Αθήνα για πρώτη φορά μία σημαντική ανερχόμενη, νεότατη συγγραφέα, έναν πολύ νέο και φρέσκο μεταφραστή. Δηλαδή, εμάς ο στόχος μας είναι, την παράσταση να την πλαισιώνουν νέα παιδιά και γενικότερα ο στόχος της σχολής μας είναι να ενισχύσει τα νέα παιδιά και για αυτό το θέατρο μας το διαθέτουμε με ένα συμβολικό ποσό σε κάποιον που θέλει να ανεβάσει μία παράσταση. Ιδρύσαμε αυτή τη σχολή, αγωνιστήκαμε για αυτό όχι για την δική μας μόνο ενασχόληση αλλά για όλους και μετά από εμάς.
Άλλωστε η κόρη σας, η Κοραλία Τσόγκα είναι ηθοποιός και φέτος συμμετείχε στην παράσταση Λωξάντρα που τώρα περιοδεύει. Φέτος από όσο γνωρίζω θα υποδυθεί τη Χριστίνα Ωνάση στο έργο δίπλα στο Σταμάτη Φασουλή στο θέατρο Παλλάς. Τι είναι αυτό που την συμβουλεύετε ως γονείς με την τόση εμπειρία που έχετε στο θέατρο;
Η συμβουλή μας, πάντα και εμένα και του πατέρα της, ήταν να κάνει ότι της αρέσει. Είναι νομίζω πολύ μεγάλο λάθος, άλλωστε δεν υπάρχει σχολή γονέων, όταν ένα παιδί θέλει να γίνει μαθηματικός να μην το αφήσετε να γίνει. Θέλει να γίνει συγγραφέας; Aφήστε το να γίνει. Η ζωή δεν είναι μόνο τι θα φάει! Εγώ προτιμώ ένα φτωχό και ευτυχισμένο παιδί παρά ένα πλούσιο δυστυχισμένο. Έναν επιτυχημένο δηλαδή επαγγελματία, αλλά δυστυχισμένο άνθρωπο! Δεν θα τα βρει ποτέ με τον εαυτό του, δεν θα βοηθήσει την κοινωνία, τα παιδιά που θα φέρει στη ζωή θα είναι καταπιεσμένα.
Πρέπει να είμαστε πιο χαλαροί και λίγο πιο ελαστικοί εμείς οι γονείς με τις επιλογές των παιδιών μας. Την συμβουλεύω να κάνει αυτά που την ευχαριστούν, αυτά που αγαπάει. Θέλω να είναι ελεύθερη. Μου αρέσει πολύ που η Κοραλία έγινε ηθοποιός και χαίρομαι πολύ που την αγαπούν οι συνάδελφοι της. Αυτό να ξέρετε είναι σπάνιο. Εμείς, μεταξύ μας, οι ηθοποιοί τρωγόμαστε πολλές φορές λόγω ανταγωνισμού. Το να σε αγαπάνε οι συνάδελφοι σου είναι το Α και το Ω στη δουλειά μας. Αυτό που λέω συχνά, είναι ότι το φτηνό πολλές φορές είναι πιο ακριβό από το ακριβό σε όλα τα επίπεδα.
Δεν θα μπορούσα να μην σας ζητήσω να μας διηγηθείτε κάποια ιστορία, αφού είχατε την τύχη να δουλέψετε με τους μύθους του Ελληνικού Κινηματογράφου που ακόμα και οι νέες γενιές τους λατρεύουν παρόλο που δεν τους είδαν ποτέ στο θέατρο. Όπως την Ρένα Βλαχοπούλου, τον Σωτήρη Μουστάκα, τον Γιάννη Γκιωνάκη και τόσους ακόμη…
Είχα την χαρά να συνεργαστώ με πάρα πολλούς και θα σας πω μία ιστορία με την Ρένα Βλαχοπούλου, όταν παίζαμε μαζί στην Χαρτοπαίκτρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και έκανα την κόρη της. Ήταν του Ευαγγελισμού και ανάμεσα στις δύο παραστάσεις ο επιχειρηματίας ο Μπάμπης Κράλιοβιτς στο υπόγειο του Θεάτρου είχε στολίσει ένα μεγάλο τραπέζι και μας κέρασε μπακαλιάρο σκορδαλιά. Έφαγαν όλοι οι ηθοποιοί, οι τεχνικοί οι πάντες. Όταν ανεβήκαμε πάνω στη σκηνή και ήρθε η σειρά μου να παίξω με την Ρένα, εκείνη μου λέει χαμηλόφωνα “Αυτός εκεί στη πρώτη σειρά του ήρθε μία γλάρα από τη σκορδίλα και δεν μπορεί να μας παρακολουθήσει”.
Να μην ξέρω από που να φύγω από τα γέλια αλλά ούτε και μπόρεσα να κοιτάξω για ποιον μου έλεγε. Ένα ολόκληρο θέατρο μύριζε σκορδίλα, δεν είχαμε φάει μια κουταλιά, είχαμε φάει ένα τόνο βρωμοκοπάγαμε, είχαμε πιει και κρασί…τι παράσταση ήταν αυτή τώρα ο Θεός και η ψυχή μας το ξέρει! Όπως επίσης θυμάμαι πολλά ευτράπελα με τον Γκιωνάκη. Όταν παίζαμε το Τρίτη και 13 του Ρούσσου φοράγαμε κάτι πολύ κοντά σορτσάκια όπου μία ημέρα τον έπιασε μια λύσσα και ήθελε να μας σφραγίσει!
Είχε μία σφραγίδα στο χέρι και μας κυνηγούσε να μας σφραγίσει. Έρχεται η σειρά μου να βγω στη σκηνή και του λέω αφήστε τη σφραγίδα αλλιώς δεν βγαίνω στη σκηνή. Θυμάμαι να μου φωνάζει: έλα εδώ Πολίτισσα να σε σφραγίσω, εγώ δεν πήγαινα και δεν μπορούσε να συνεχιστεί η παράσταση. Στο τέλος την άφησε κάτω την σφραγίδα και έτσι μπήκα στη σκηνή και συνεχίσαμε. Ο Γιάννης ο Γκιωνάκης ήταν και μεγάλος δάσκαλος. Έμαθα πάρα πολλά κοντά του και από όλους τους άλλους, από τον Κώστα Χατζηχρήστο και από τον Θανάση Βέγγο.
Τόσα χρόνια με την Σχολή είσαστε πολύ κοντά σε νέους ηθοποιούς. Τι θα συμβουλεύατε ένα νέο παιδί που ξεκινάει το καλλιτεχνικό του ταξίδι του με μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα για αυτό το σκληρό χώρο του θεάτρου;
Ψέματα δεν μπορώ να του πω. Σέβομαι τα χρήματα που δίνουν τα παιδιά στη Σχολή και δεν τους παραμυθιάζω. Όμως λέω ότι μπορεί να είναι ένα παιδί “ατάλαντο” γιατί πολλές φορές μας κατηγορούν εμάς με τις σχολές ότι βγάζουμε ατάλαντους. Αυτό είναι ένα ψέμα, διότι όλοι όσοι κατηγορούν τις σχολές, από αυτές τις σχολές έχουν αποφοιτήσει και πολλοί από αυτούς είναι ατάλαντοι και δουλεύουν μια χαρά. Και το ταλέντο έχει έναν ορισμό, δηλαδή να έχεις ωραία φωνή, να ξέρεις να διαβάζεις τους ρόλους, να μπορείς να συνεργαστείς με άλλους γιατί το θέατρο είναι ομαδική δουλειά.
Αυτό που συμβουλεύω ακόμα και όταν έρχονται να πάρουν πληροφορίες για τη σχολή είναι να κάνουν πάση θυσία τα όνειρά τους πραγματικότητα. Ακόμη και πολλές γυναίκες που είναι 50 ετών έρχονται και μου λένε πόσο πολύ ήθελαν να ασχοληθούν με το χώρο και δεν τις άφησαν. Αυτό είναι ένα δηλητήριο στην ψυχή του κάθε παιδιού που δεν μπορεί να το ξεπεράσει ποτέ. Εγώ είμαι της άποψης να φοιτήσουν σε μία δραματική σχολή. Το θέατρο είναι για όλους.
Το ενενήντα τοις εκατό των αποφοίτων μας δουλεύει. Για να καταλάβετε όταν εμείς θέλουμε να κάνουμε διανομές ρόλων τα παιδιά της σχολής μας ήδη δουλεύουν. Ο καλλιτέχνης δεν είναι επάγγελμα. Είναι μια ιδιότητα που την έχεις όλη σου τη ζωή. Το πέρασμα από μια καλλιτεχνική σχολή αφήνει στον άνθρωπο υπέροχες αναμνήσεις.
Η Μαίρη Ραζή, την οποία ευχαριστούμε πολύ για την τόσο ευχάριστη συνέντευξή της, μαζί με τον σκηνοθέτη Σωτήρη Τσόγκα έχουν ιδρύσει την Ανωτέρα Δραματική Σχολή “Πρόβα” και το Θέατρο “Πρόβα” Ηπείρου 39 Αθήνα.
Έχει τιμηθεί μεταξύ άλλων με το βραβείο κοινού της διαδικτυακής εκπομπής *Ηθοποιός σημαίνει φως του Βασίλη Σαμαριτάκη, το βραβείο ερμηνείας για το ρόλο της στη παράσταση “Ρόζα” από τα Θεατρικά Κορφιάτικα βραβεία και από τα Διεθνή Πολιτιστικό Σύλλογο Σαλαμίνας με το Χρυσό Μετάλλιο της Βεργίνας.